- σφελίσκον
- σφελίσκον, τό, Dim. of foreg., Michel 832.50 (Samos, iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφελίσκον — τὸ, και σφελίσκος, ὁ, Α [σφέλας] υποκορ. τού σφέλας … Dictionary of Greek